παύω

παύω
ΝΜΑ
1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ
2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.)
3. (στην προστ.) πάψε και παῡε
σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.)
νεοελλ.
1. κάνω διακοπή («τα σχολεία παύουν το καλοκαίρι»)
2. διακόπτω τον λόγο, σωπαίνω, σταματώ να μιλώ («δεν παύει ούτε στιγμή»)
3. (προστ. μέσ. αορ.) παύσασθε
γυμναστικό παράγγελμα για να διακοπεί μια άσκηση ή κίνηση
νεοελλ.-μσν.
(αμτβ.) τελειώνω, σταματώ, φθάνω στο τέλος (α. «έπαψαν τα βάσανα» β. «κι επάψασιν οι λογισμοί», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-αρχ.
1. απολύω, απομακρύνω κάποιον από μιαν εξουσία ή αξίωμα ή θέση (α. «παύουν πολλούς υπαλλήλους» β. «παύσαντες αὐτὸν τῆς στρατηγίας», Ξεν.)
2. διακόπτω κάποιον, τόν κάνω να σταματήσει να είναι ή να κάνει κάτι («τὸν άνδρα παῡσον ταῡτα ποιεῡντα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάποιον, τόν ξεκάνω, τόν κάνω να σωπάσει θανατώνοντάς τον («ἔπαυσά νιν [τη Σφίγγα] γνώμη κυρήσας», Σοφ.)
2. (μέσ. και παθ.) παύομαι
α) ησυχάζω, μένω αργός με τη θέλησή μου ή εξαναγκασμένος («τρὶς δ' ἐρύσας [Έκτορα] αὖθις ἐν κλισίη παυέσκετο», Ομ. Ιλ.)
β) σταματώ, διακόπτω κάποια εργασία («καὶ οἱ ἱππεῑς ἐπέπαυντο», Ηρόδ.)
3. σταματώ, σωπαίνω («ὁ δ' ἐπαύετο θεῑος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
4. (για πράγμα) εξαφανίζω, απομακρύνω, καταπαύω («παῡσαι τόξον», Ομ. Οδ.)
5. απαλλάσσω κάποιον από κάτι («ἵνα μιν παύσειε καμάτοιο», Ομ. Οδ.)
6. μέσ. (για χρώμα) εξαλείφομαι, βγαίνω, ξεθωριάζω
7. (με απρμφ.) σταματώ κάποιον από τού να... («ἔμ' ἔπαυσας ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
8. φρ. α) «παύω νόμον» — ακυρώνω, καταργώ νόμο
β) «παύω τείχη» — κατεδαφίζω, γκρεμίζω
γ) «παύω τινά τινος» — διακόπτω, εμποδίζω, σταματώ κάποιον από κάτι που κάνει («Ἕκτορα ἔπαυσε μάχης», Ομ. Ιλ.)
δ) «παύομαί τινος» — σταματώ, τελειώνω κάτι, φτάνω σε τέλος με κάτι («παύεσθαι κλαυθμοῡ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. παύω έχει αρχική σημ. «χτυπώ κάποιον για να τόν απομακρύνω» και έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τον τ. τού αορ. -παυσ-α ενός ρ. με αρχικό τ. ενεστ. παίω < *παFίω (βλ. λ. παίω). Το θ. τού ρ. είναι παυ- (πρβλ. παρακμ. πέ-παυμαι), ενώ το -σ- ορισμένων τ. (πρβλ. παυστήρ) είναι πιθ. αναλογικό προς τον αόρ. -παυ-σ-α. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, το ρ. παύω συνδέεται με αρχ. πρωσ. pausto «άγριος», αρχ. σλαβ. pustr «έρημος, άγριος». Η Λατινική δανείστηκε τους τ. pausa «παύση, στάση, τέλος» και pauso «παύομαι, σταματώ», όρους τεχνικούς που χρησιμοποιούνται στον στρατό και στο ναυτικό, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί από τον αόρ. -παυσ-α, και όχι από το μτγν. ουσ. παῦσις. Το ρ. παύω είναι μεταβατικό με σημ. «κάνω κάτι να σταματήσει, εμποδίζω» και διακρίνεται από το συγγενές νοηματικώς λήγω «σταματώ, τελειώνω, φτάνω στο τέλος», το οποίο είναι αμετάβατο. Τέλος, το ρ. απαντά ως α' συνθετικό σε λ. με τη μορφή παυσ(ι)- (πρβλ. παυσίλυπος, παυσίπονος, παυσώδυνος), καθώς και στα σύνθετα ανθρωπωνύμια Παυσανίας, Παυσι-κράτης, Παυσί-λυπος, Παυσι-πόλεμος. Από το ρ. παύω προέρχονται επίσης και τα ανθρωπωνύμια: Παυσίς, Παυσίων, Παύσιλλα, Παυσίχα, Παυσώ.
ΠΑΡ. παύλα, παύση(-ις)
αρχ.
παυστήρ, παυστικός, παυσωλή.
ΣΥΝΘ. (Α' Συνθετικό) παυσανίας, παυσίλυπος, παυσίπονος, παυσώδυνος
αρχ.
παυσάνεμος, παυσίκακος, παυσικάπη, παυσικραίπαλος, παυσίμαχος, παυσίνοσος, παύσυβρις
μσν.
παυσιμέριμνος, παυσινύσταλος (Β Συνθετικό) αναπαύω, καταπαύω
αρχ.
αποπαύω, διαναπαύω, διαπαύω, εκπαύω, επαναπαύω, προαναπαύω, προαποπαύω, προδιαναπαύω, προκαταπαύω, προπαύω, προσαναπαύω, συγκαταπαύω
νεοελλ.
επαναπαύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παύω — παύω, έπαψα και έπαυσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παύω — make to end pres subj act 1st sg παύω make to end pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύω — έπαψα, παύτηκα, παυμένος αμτβ. 1. διακόπτω, σταματώ. 2. απομακρύνω, απολύω: Τον έπαψαν από τη δουλειά. 3. μτβ., σταματώ, διακόπτομαι: Έπαψε ο αγέρας. 4. σιωπώ: Πάψε, γιατί μας ακούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παῦον — παύω make to end pres part act masc voc sg παύω make to end pres part act neut nom/voc/acc sg παύω make to end imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παύω make to end imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύεσθον — παύω make to end pres imperat mp 2nd dual παύω make to end pres ind mp 3rd dual παύω make to end pres ind mp 2nd dual παύω make to end imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύσετον — παύω make to end aor subj act 3rd dual (epic) παύω make to end aor subj act 2nd dual (epic) παύω make to end fut ind act 3rd dual παύω make to end fut ind act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦσον — παύω make to end aor imperat act 2nd sg παύω make to end fut part act masc voc sg παύω make to end fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύεσθε — παύω make to end pres imperat mp 2nd pl παύω make to end pres ind mp 2nd pl παύω make to end imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύετε — παύω make to end pres imperat act 2nd pl παύω make to end pres ind act 2nd pl παύω make to end imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύσει — παύω make to end aor subj act 3rd sg (epic) παύω make to end fut ind mid 2nd sg παύω make to end fut ind act 3rd sg παῦσις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) παύσεϊ , παῦσις stopping fem dat sg (epic) παῦσις stopping fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”